καλλιδίνης

καλλιδίνης
καλλιδίνης, δωρ. τ. καλλιδίνας, ὁ (Α)
αυτός που έχει ωραίες δίνες, ωραίες κυκλικές στροφές τού ρεύματος («Πηνειὸς ὁ καλλιδίνας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -δίνης (< δίνη), πρβλ. ηερο-δίνης, πορφυρο-δίνης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλλιδίνας — καλλιδί̱νᾱς , καλλιδίνης with beautiful eddies masc acc pl καλλιδί̱νᾱς , καλλιδίνης with beautiful eddies masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”